ρεφούζιο

ρεφούζιο
και ρουφούζι, το, Ν
το κακής ποιότητας και μαύρου χρώματος φύλλο καπνού που, κατά τη διαλογή, χαρακτηρίζεται ως άχρηστο και ακατάλληλο και απορρίπτεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρουφούζι — το Ν βλ. ρεφούζιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”